πανεργέτης

From LSJ
Revision as of 21:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνεργέτης Medium diacritics: πανεργέτης Low diacritics: πανεργέτης Capitals: ΠΑΝΕΡΓΕΤΗΣ
Transliteration A: panergétēs Transliteration B: panergetēs Transliteration C: panergetis Beta Code: panerge/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, all-effecting, Ζεύς A.Ag.1486 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 459] ὁ, der Alles Bewirkende, Διὸς πανεργέτα, Aesch. Ag. 1465.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανεργέτης -ου, Dor. πανεργέτᾱς [πᾶς, ἔργον] alles volbrengend, epithet van Zeus.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνεργέτης: дор. πᾰνεργέτᾱς, ᾱ adj. m все созидающий (Ζεύς Aesch.).

Spanish

que todo lo ha hecho, creador de todo

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως επίθετο του Διός) αυτός που πράττει, τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -εργέτης (< ἔργον + επίθημα -έτης, πρβλ. οἰκ-έτης: οἶκος), πρβλ. κακ-εργέτης].

Greek Monotonic

πᾰνεργέτης: -ου, ὁ (*ἔργω), αυτός που εκτελεί τα πάντα, Δωρ. γεν. -εργέτα, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνεργέτης: -ου, ὁ, τὰ πάντα ἐνεργῶν, ἐκτελῶν, Ζεὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1486.

Middle Liddell

πᾰν-εργέτης, ου, ὁ, [*ἔργω
all-effecting, doric gen. -εργέτα Aesch.