πνευματισμός
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ὁ, use of the breathing, Eust.524.26, al.
German (Pape)
[Seite 640] ὁ, das mit dem Hauche, spiritus, Bezeichnen, Schreiben, Aussprechen, Scholl.
Greek (Liddell-Scott)
πνευμᾰτισμός: ὁ, ἡ χρῆσις τοῦ πνεύματος, δασείας δηλ. ἢ ψιλῆς (spiritus), Εὐστ. 524. 26, κτλ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
η χρήση τών πνευμάτων, δηλαδή της ψιλής και της δασείας
νεοελλ.
1. θεωρία, αλλά και πρακτική, η οποία βασίζεται στην πίστη ότι οι ψυχές τών νεκρών επικοινωνούν με τους ζωντανούς, συνήθως με την μεσολάβηση «ενδιαμέσων», τών μέντιουμ, μέσω φυσικών φαινομένων ή κατά τη διάρκεια μη φυσιολογικών διανοητικών καταστάσεων, ὁπως είναι η έκσταση
2. το σύνολο τών μέσων με τα οποία πραγματοποιείται η παραπάνω επικοινωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνευματίζω. Η λ., με τη νεοελλ. σημ. της, αποτελεί απόδοση στην Ελληνική του γαλλ. spiritualisme και μαρτυρείται από το 1866 στο περιοδικό Χρυσαλλίς].