ποντοχάρυβδις
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ, seagulf, whirlpool, Com. epithet for a glutton, Hippon.85.1 (codd. Ath.). Cf. παντοχάρυβδις.
German (Pape)
[Seite 681] ἡ, Meercharybdis, Meerstrudel, -schlund, komische Bezeichnung eines unersättlichen Fressers, Hippon. bei Ath. XV, 698 c; Bergk verm. παντοχ., vgl. μεθυσοχάρυβδις.
Greek (Liddell-Scott)
ποντοχάρυβδις: [ᾰ], εως, Ἰων. ιος, ἡ, θαλάσσιον βάραθρον, ἢ θαλασσία δίνη, κωμικὸν ἐπίθετον ἀκορέστου τινὸς λαιμάργου, τὸ τοῦ Ὁρατίου barathrum macelli, Ἱππῶναξ 56 (Welcker), πρβλ. μεθυσοχάρυβδις.
Greek Monolingual
-ύβδεως, ιων. γεν. -ύβδιος, ἡ, Α
(κωμ. επίθετο λαίμαργου) ρουφήχτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + Χάρυβδις (πρβλ. γαστροχάρυβδις, μεθυσοχάρυβδις)].