ποντοχάρυβδις

From LSJ
Revision as of 15:21, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποντοχάρυβδις Medium diacritics: ποντοχάρυβδις Low diacritics: ποντοχάρυβδις Capitals: ΠΟΝΤΟΧΑΡΥΒΔΙΣ
Transliteration A: pontochárybdis Transliteration B: pontocharybdis Transliteration C: pontocharyvdis Beta Code: pontoxa/rubdis

English (LSJ)

[ᾰ], εως, ἡ, seagulf, whirlpool, Com. epithet for a glutton, Hippon.85.1 (codd. Ath.). Cf. παντοχάρυβδις.

German (Pape)

[Seite 681] ἡ, Meercharybdis, Meerstrudel, -schlund, komische Bezeichnung eines unersättlichen Fressers, Hippon. bei Ath. XV, 698 c; Bergk verm. παντοχ., vgl. μεθυσοχάρυβδις.

Greek (Liddell-Scott)

ποντοχάρυβδις: [ᾰ], εως, Ἰων. ιος, ἡ, θαλάσσιον βάραθρον, ἢ θαλασσία δίνη, κωμικὸν ἐπίθετον ἀκορέστου τινὸς λαιμάργου, τὸ τοῦ Ὁρατίου barathrum macelli, Ἱππῶναξ 56 (Welcker), πρβλ. μεθυσοχάρυβδις.

Greek Monolingual

-ύβδεως, ιων. γεν. -ύβδιος, ἡ, Α
(κωμ. επίθετο λαίμαργου) ρουφήχτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + Χάρυβδις (πρβλ. γαστροχάρυβδις, μεθυσοχάρυβδις)].