ζυγῖτις
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ιδος, fem. of ζύγιος ΙΙ, Nicom. ap. Phot.Bibl.p.144B.
German (Pape)
[Seite 1140] Ἀφροδίτη, = ζυγία, Phot. a. a. O.
Greek (Liddell-Scott)
ζυγῖτις: -ιδος, = ζυγία, Ἀφροδίτη Νικόμ. Γερασ. ἐν τῇ Φων. Βιβλ. 144. 6.
Greek Monolingual
ζυγῑτις, ἡ (Α)
(αντί του ζυγία, θηλ. του επιθ. ζύγιος) (για θεότητες, κυρίως την Ήρα και την Αφροδίτη) αυτή που προστατεύει τον γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του ζυγίτης, παράλλ. τ. του ζύγιος.