κατάκλειστος
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
ον, shut up, of women, Call.Fr.118, cf. LXX 2 Ma.3.19, Luc.Tim.15, Hsch.; οἴκοι κατάκλειστος ἦν D.L.6.94; κ. εἶχεν τὰ βιβλία Str.13.1.54; precious, τίμιον ἢ κ. S.E.P.1.143.
German (Pape)
[Seite 1353] eingeschlossen, eingesperrt; κατάκλειστον ἐν θύραις καὶ σκότῳ φυλάττοντας Luc. Tim. 15; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
enfermé.
Étymologie: κατακλείω.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκλειστος: -ον, κατακεκλεισμένος, ἐπὶ γυναικῶν, Καλλιμ. Ἀποσπ. 118· γύναια κ. μηδὲ τῆς αὐλείου προερχόμενα Φιλ. σ. 977Ε, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 15· οἴκοι κατάκλειστος ἦν Διογ. Λ. 6. 94· κ. εἶχε τὰ βιβλία Στράβ. 609.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κατάκλειστος, -ον) κατακλείω
ο τελείως κλεισμένος (α. «τα παράθυρα ήταν κατάκλειστα» β. «οἳ κατάκλειστα εἶχον τὰ βιβλία», Στράβ.)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που δεν βγαίνει έξω από το σπίτι του, ούτε δέχεται επισκέψεις, ο απομονωμένος («μένει κατάκλειστος, αφοσιωμένος στο διάβασμα»)
2. ο περιφραγμένος από παντού («το σπίτι ήταν κατάκλειστο από τις λεμονιές»)
μσν.
φρ. «κατάκλειστον ποιῶ» — κρατώ σε περιορισμό
μσν.-αρχ.
(κυρίως για ανύπαντρες γυναίκες) αυτή που μένει πάντοτε κλεισμένη στο εσωτερικό του σπιτιού («αἱ δὲ κατάκλειστοι τῶν παρθένων», ΠΔ)
αρχ.
πολύτιμος, βαρύτιμος.
επίρρ...
κατάκλειστα
εντελώς κλειστά.
Russian (Dvoretsky)
κατάκλειστος:
1) запертый (ἐν θύραις Luc.; οἴκοι Diog. L.);
2) живущий взаперти (γυνή Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάκλειστος -ον [κατακλείω] opgesloten.