λευκόχροος

From LSJ
Revision as of 13:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόχροος Medium diacritics: λευκόχροος Low diacritics: λευκόχροος Capitals: ΛΕΥΚΟΧΡΟΟΣ
Transliteration A: leukóchroos Transliteration B: leukochroos Transliteration C: lefkochroos Beta Code: leuko/xroos

English (LSJ)

ον, contr. λευκό-χρους, ουν, of pale complexion, Arist.GA728a2, Aret.SD 1.13, etc.: generally, white, heterocl. acc. λευκόχροα κόμαν E.Ph. 322 (lyr.): pl. λευκόχροας Ptol.Geog.7.2.17:—also λευκό-χροιος, ον, Hp. Epid.2.1.10, Phlp.in GA53.3.

German (Pape)

[Seite 35] zsgzgn λευκόχρους, von weißer Farbe, Arist. gen. an. 1, 20. Bei Hippocr. λευκόχροιος.

Russian (Dvoretsky)

λευκόχροος: стяж. λευκόχρους 2 (acc. λευκόχροα) белого цвета, белый Eur., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ἔχων λευκὴν χροιάν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 20, 2, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13, κτλ.· ἑτερόκλ. αἰτιατ. λευκόχροα κόμαν Εὐρ. Φοίν. 322 (λυρ)· πληθ. λευκόχροας, Πτολ. Γεωγρ. 7. 2· - ὡσαύτως -χροιος, ον, παρ’ Ἱππ. 1008G.

Greek Monotonic

λευκόχροος: -ον, συνηρ. λευκόχρους, -ουν (χρόα), αυτός που έχει λευκό χρώμα· ετερόκλ. αιτ., λευκόχροα κόμαν, σε Ευρ.