λινόκλωστος

From LSJ
Revision as of 21:34, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόκλωστος Medium diacritics: λινόκλωστος Low diacritics: λινόκλωστος Capitals: ΛΙΝΟΚΛΩΣΤΟΣ
Transliteration A: linóklōstos Transliteration B: linoklōstos Transliteration C: linoklostos Beta Code: lino/klwstos

English (LSJ)

ον, spinning flax, ἠλακάτη AP7.12.

German (Pape)

[Seite 49] ἠλακάτη, Flachs spinnend, Ep. ad. 524 (VII, 12). Bei Sp. auch = aus Flachs gesponnen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sert à filer le lin.
Étymologie: λίνον, κλώθω.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόκλωστος: -ον, ὁ κλώθων λινάριον, ἠλακάτη Ἀνθ. Π. 7. 12. ΙΙ. ὑφασμένος ἐκ λινῆς κλωστῆς, φᾶρος Θεόδ. Πρόδρ. σ. 162.- Πρβλ. λινουλκός.

Greek Monolingual

λινόκλωστος, -ον (Α)
αυτός που κλώθει λινάριλινόκλωστος ἠλακάτη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -κλωστος (< κλώθω), πρβλ. εύκλωστος, τρίκλωστος].

Greek Monotonic

λῐνόκλωστος: -ον, αυτός που κλώθει λινάρι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῐνόκλωστος: служащий для прядения льна (ἠλακάτη Anth.).

Middle Liddell

λῐνό-κλωστος, ον
spinning flax, Anth.