λισγάριον
From LSJ
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
English (LSJ)
τό, spade, mattock, Sch.Theoc.4.10, Suid. s.v. σκαφείδιον. (Mod.Gr. λισγάρι, a kind of rake or harrow.)
Greek (Liddell-Scott)
λισγάριον: τό, σκαπάνη, σιδηροῦν βωλοκόπον ἐργαλεῖον ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κηπουροῖς, συγγενὲς τῷ λίστρον, Λατ. ligo, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 10· πρβλ. Δουκάγγ. (Κοινῶς ὀνομάζεται λισγάρι καὶ εἶναι εἶδος κτενοειδοῦς κηπουρικοῦ σκαλιστηρίου).
German (Pape)
τό, dim. von λίσγος, Erkl. von σκαπάνη, Schol. Theocr. 4.10; auch Suid. v. σκαφεία.