ἐκφαιδρύνω

From LSJ
Revision as of 15:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφαιδρύνω Medium diacritics: ἐκφαιδρύνω Low diacritics: εκφαιδρύνω Capitals: ΕΚΦΑΙΔΡΥΝΩ
Transliteration A: ekphaidrýnō Transliteration B: ekphaidrynō Transliteration C: ekfaidryno Beta Code: e)kfaidru/nw

English (LSJ)

strengthened for φαιδρύνω, make quite bright, clear away, σταγόνα ἐκ παρηΐδων E.Ba.768.

Spanish (DGE)

1 aclarar, limpiar σταγόνα ἐκ παρηΐδων E.Ba.768.
2 hacer resplandecer αὕτη (χάρις) τῶν ὁρωμένων ἡμῖν ἐκφαιδρύνει τὴν χρῆσιν esta gracia hace resplandecer para nosotros el uso de objetos visibles Chrys.Thom.43.

German (Pape)

[Seite 784] ausschmücken, aussäubern, Eur. Bacch. 768.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφαιδρύνω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ φαιδρύνω, καθαίρω, καθαρίζω, σπογγίζω, σταγόνα δ’ ἐκ παρηίδων γλώσσῃ δράκοντες ἐξεφαίδρυνον χροὸς Εὐρ. Βάκχ. 768.

French (Bailly abrégé)

rendre tout à fait brillant, luisant.
Étymologie: ἐκ, φαιδρύνω.

Greek Monolingual

ἐκφαιδρύνω (Α)
καθαρίζω εντελώς, σφουγγίζω καλά («σταγόνας δ' ἐκ παρηίδων γλώσσῃ δράκοντες ἐξεφαίδρυνον χροός», Ευριπ.).

Greek Monotonic

ἐκφαιδρύνω: [ῡ], γυαλίζω, λουστράρω, κάνω κάτι λαμπερό, καθαρίζω, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκφαιδρύνω: счищать, слизывать (σταγόνα γλώσσῃ χροός Eur.).

Middle Liddell


to make quite bright, clear away, Eur.