ἐπιτέγγω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
pour liquid upon, moisten, τί τινι Hp.Fract.29, cf. Gal. UP14.11, al.; τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύοις Philostr.VS2.5.3; ἐ. καὶ μαλάττει Gal.6.122; = ἐπιστάζω, νέκταρ Anacreont.53.41.
German (Pape)
[Seite 989] obenauf anfeuchten, Philostr.; νέκταρ Anacr. 54, 22.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτέγγω: лить, разливать (νέκταρ Anacr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτέγγω: ἐπιχέω ὑγρόν, ὑγραίνω, βρέχω, τί τινι Ἱππ. π. Ἀγμ. 770· τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύοις Φιλόστρ. 574· ― ὡσαύτως = ἐπιστάζω, Ἀνακρεόντ. 57. 22.
Greek Monolingual
ἐπιτέγγω (Α)
1. βρέχω, χύνω νερό σε κάτι, μουσκεύω
2. νοτίζω, υγραίνω ελαφρά
3. μαλακώνω κάτι μουσκεύοντας το
4. στάζω, χύνω από πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέγγω «βρέχω»].