ἀρεσκεύομαι
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
to be complaisant to, τινί Clearch.25, Hsch.: abs., to be obsequious, Plu.2.4d, M.Ant.5.5.
Spanish (DGE)
1 peyor. ser obsequioso, ser adulador abs., Plu.2.4d, M.Ant.5.5.
2 posit. complacer c. dat. ταῖς μεταπεμψαμέναις Clearch.19, πᾶσιν BCH 83.1959.499.51, τούτοις BCH 83.1959.499.53 (Licia I a.C.), cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 348] sich schmeichlerisch betragen, meist tadelnd, von kriechender Schmeichelei; τινά, jemanden durch Schmeicheleien sich geneigt machen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρεσκεύομαι: κάμνω φιλοφρονήσεις, μετέρχομαι παντοίους χαμερπεῖς τρόπους ὅπως φανῶ ἀρεστός τινι, «ταῖς μεταπεμψαμέναις ἀρεσκευόμεναι κλίματα κατεσκεύαζον ἐξ ἑαυτῶν οὕτως ὥστε… τὴν ἀνάβασιν γίγνεσθαι… ταῖς ἐπὶ τῶν ἁμαξῶν ὀχουμέναις» Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256D· οἱ μὲν ταῖς τῶν ἀρεσκευομένων ἠττώμενοι κολακείαις Πλούτ. 2. 4D· «ἀρεσκεύεσθαι· φιλοφρονεῖσθαι» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
chercher à plaire, flatter.
Étymologie: ἀρέσκω.
Greek Monolingual
ἀρεσκεύομαι (Α) άρεσκος
προσπαθώ να γίνω αρεστός με κάθε τρόπο, γίνομαι δουλοπρεπής.
Russian (Dvoretsky)
ἀρεσκεύομαι: (ᾰρ) угодничать, подлаживаться (κολακείαις Plut.).