ἀρυστήρ
Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll
English (LSJ)
[ᾰ], ῆρος, ὁ, = ἀρυτήρ, Alc.Supp.4.9, Semon.25, Hp.Genit. 9, Inscr.Cos42b, IG11.154A66, 161 C63 (Delos, iii B.C.): dat. pl. ἀρυστήρεσσι Call.Aet.1.1.17: name of a liquid measure, Hdt.2.168.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
• Alolema(s): lesb. ἀρύστηρ Alc.58.9
• Prosodia: [ᾱ-]
• Morfología: [dat. plu. ἀρυστήρεσσι Call.Fr.178.17]
1 cazo, cacillo para sacar y beber vino, copa ν ἀρύστηρ' ἐς κέραμον μέγαν Alc.l.c., ἀ. τρυγός Semon.23, cf. IC 42b5, IG 11(2).154A.66 (Delos III a.C.), Call.l.c., Poll.6.19, Hsch., εἴ τις σίκυον ... θείη ἐς ἀρυστῆρα si alguien mete un pepino en un cacillo Hp.Genit.9.
2 medida para líquidos οἴνου τέσσερες ἀρυστῆρες Hdt.2.168.
German (Pape)
[Seite 364] ion. = ἀρυτήρ, Her. 2, 168; Simon. Ath. X, 424 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρυστήρ: ῆρος, ὁ, = ἀρυτήρ, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 28· μέτρον ὑγρῶν, οἴνου τέσσερες ἀρυστῆρες Ἡρόδ. 2. 168.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
sorte de cuiller.
Étymologie: ἀρύω.
Greek Monolingual
ἀρυστήρ, ο (Α) αρύω
αγγείο για μέτρηση υγρών.
Greek Monotonic
ἀρυστήρ: -ῆρος, ὁ (ἀρύω), κύπελλο ή κουτάλα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρυστήρ: ῆρος (ᾰ) ὁ ковш (служивший у египтян мерой жидкостей) (οἴνου τέσσερες ἀρυστῆρες Her.).