ἰξοεργός

From LSJ
Revision as of 17:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξοεργός Medium diacritics: ἰξοεργός Low diacritics: ιξοεργός Capitals: ΙΞΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: ixoergós Transliteration B: ixoergos Transliteration C: iksoergos Beta Code: i)coergo/s

English (LSJ)

ὁ, one who uses birdlime, fowler, AP9.264.5 (Apollonid. vel Phil.), 273 tit.

German (Pape)

[Seite 1255] ὁ, der Leimruthen Machende, Vogelsteller, Apollnds. 25 (IX, 264).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
oiseleur.
Étymologie: ἰξός, ἔργον.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξοεργός: ὁ, ὁ διὰ τοῦ ἰξοῦ συλλαμβάνων πτηνά, ὀρνιθοθήρας, Ἀνθ. Π. 9. 264.

Greek Monolingual

ἰξοεργός, -όν (Α)
αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -εργός (< ἔργον), πρβλ. σκοτο-εργός φυτο-εργός].

Greek Monotonic

ἰξοεργός: ὁ (*ἔργω), αυτός που χρησιμοποιεί ξώβεργες για να πιάσει πουλιά, κυνηγός πουλιών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἰξοεργός:птицелов (пользующийся клейкими прутьями) Anth.

Middle Liddell

ἰξο-εργός, ὁ, [*ἔργω
one who uses birdlime, Anth.