ὁμόνεκρος
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ον, companion in death, Luc.DMort. 2.1. See also: συμπαρανεκρώμενος.
German (Pape)
[Seite 338] mit todt, Luc. Mort. D. 2, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
compagnon de mort.
Étymologie: ὁμός, νεκρός.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόνεκρος: -ον, ὁ ὁμοῦ μετ’ ἄλλων νεκρός, Λουκ. Νεκρ. Διάλογ. 2. 1.
Greek Monolingual
ὁμόνεκρος, -ον (Α) αυτός που πέθανε μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + νεκρός.
Greek Monotonic
ὁμόνεκρος: -ον, σύντροφος στο θάνατο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόνεκρος: вместе умерший Luc.