παντᾷ
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
English (LSJ)
v. πάντῃ.
French (Bailly abrégé)
adv.
dor. c. πάντῃ;
1 partout, de tous côtés, sur tous les points;
2 entièrement, complètement.
Étymologie: πᾶς.
Greek (Liddell-Scott)
παντᾷ: Δωρ. ἀντὶ τοῦ πάντῃ.
English (Slater)
παντᾱ everywhere πρόφαντον σοφίᾳ καθ' Ἕλλανας ἐόντα παντᾷ (O. 1.116) παντᾷ ἀγγελίαν πέμψω ταύταν (O. 9.24) ἐχθρὰ Φάλαριν κατέχει παντᾷ φάτις (P. 1.96) Ἰξίονα ἐν πτερόεντι τροχῷ παντᾷ κυλινδόμενον (P. 2.23) ὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ (P. 4.171) παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται (P. 10.38) ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος (I. 4.1)
Greek Monotonic
παντᾷ: Δωρ. αντί πάντῃ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παντᾷ, Dor. voor πάντῃ.