εὐστάθεια
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
[ᾰ] (also εὐσταθ-ία IPE12.91.11 (Olbia, ii/iii A.D.), poet. εὐσταθίη AP12.199 (Strat.)), ἡ, A stability, tranquillity, coupled with εὐνομία, Ph. 1.248; κατὰ τὰς πόλεις ib.680; ὑπὲρ εὐσταθείας τῆς πόλεως IPE12.94.11 (Olbia); τὴν Αἴγυπτον ἐν εὐ. διάγουσαν OGI669.4 (Egypt, i A.D.); εὐστάθειαν τῷ Βακχείῳ SIG1109.15 (ii A.D.). 2 especially of bodily health, εὐ. σαρκός Epicur. Fr.8, 424, Olympic. ap. Gal.10.56. 3 of persons, εὐσταθίη ἡ ἐν ἑωυτῷ self-possession, Hp. Decent.12; stedfastness, tranquillity, Phld.Mus.p.33K., Ph.1.231, al.; ἐν βουλαῖς Plu.2.342f, al.; τῆς ψυχῆς Ath.Med. ap. Orib.inc.21.20, cf. Ptol. Tetr.11; steadiness, ὁρμῶν Stoic.3.65.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fermeté, stabilité, consistance, équilibre du corps et de l'intelligence.
Étymologie: εὐσταθής.
Greek (Liddell-Scott)
εὐστάθεια: ἡ, σταθερότης, καλὴ κατάστασις, εὐημερία, Πλούτ. 2. 342F, κτλ.∙ ὑπὲρ εὐστ. τῆς πόλεως Συλλ. Ἐπιγρ. 2071, πρβλ. 3459. 2) ἰδίως ἐπὶ σωματικῆς ὑγείας, εὐστ. σαρκός, φράσεις τῶν Ἐπικουρείων ἐν Πλουτ. 2. 135C, κτλ.∙ corpus bene constitutum Κικ. Tusc 2. 6∙ οὕτως Ἰων. εὐσταθίη Ἱππ. 24, 45, Ἀνθ. Π. 12. 199∙ εὐσταθία Συλλ. Ἐπιγρ. 2070.
Greek Monolingual
η (Α εὐστάθεια και εὐσταθία, Α και εὐσταθίη) ευσταθής
1. το να στέκει κάτι καλά, η σταθερότητα (α. «η ευστάθεια του πλοίου» β. «ὑπὲρ εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ θεοῦ ἐκκλησιῶν»)
2. ησυχία, ασφάλεια («εὐστάθεια κατὰ τὰς πόλεις», Φίλ.)
3. ψυχική ισορροπία («ευστάθεια χαρακτήρα»)
αρχ.
1. (για τη σωματική υγεία) καλή κατάσταση
2. (για πρόσ.) αυτοκυριαρχία, αυτοσυγκράτηση («εὐστάθεια ὁρμῶν» — η εγκράτεια στις ορμές, Στωικ.).
Greek Monotonic
εὐστάθεια: Ιων. -ίη, ἡ, σταθερότητα, καλή υγεία, ευημερία, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐστάθεια: (ᾰθ) ἡ
1) стойкость, твердость, постоянство (παρὰ τὰς μεταβολάς Plut.);
2) хорошее состояние, крепость (σαρκός Epicur. ap. Plut.).