κυπελλομάχος
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
[ᾰ], ον, at which they fight with cups, εἰλαπίνη AP 11.59 (Maced.).
German (Pape)
[Seite 1534] εἰλαπίνη, ein Schmaus, wobei mit Bechern gestritten, um die Wette getrunken wird, Maced. 19 (XI, 59).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où l'on combat la coupe à la main.
Étymologie: κύπελλον, μάχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
κῠπελλομάχος: -ον, ἐπὶ συμποσίου, κυπελλομάχος εἰλαπίνη, δηλ. καθ’ ἣν γίνεται μάχη, ἀγὼν κυπέλλων, Ἀνθ. Π. 11. 59.
Greek Monolingual
κυπελλομάχος, -ον (Α)
φρ. «κυπελλομάχος εἰλαπίνη» — το συμπόσιο κατά το οποίο γίνονταν συναγωνισμός ποιος θα πιει περισσότερα κύπελλα κρασί (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύπελλο + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. θαλασσομάχος, λεοντομάχος].
Greek Monotonic
κῠπελλομάχος: -ον (μάχομαι), εκεί όπου γίνεται μάχη για τα κύπελλα (πρβλ. το pugnare scyphis του Ορατίου), σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κῠπελλομάχος: (ᾰ) шутл. состязающийся в чашах, т. е. устраиваемый для состязания в пьянстве (εἰλαπίνη Anth.).
Middle Liddell
κῠπελλο-μάχος, ον μάχομαι
at which they fight with cups (cf. Horace pugnare scyphis), Anth.