στυλόω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
prop or stay with pillars, Apollod.Poliorc.145.10 (Pass.); ἀχυρὼν ἐστυλωμένος Inscr.Délos 445.22 (ii B.C.): metaph., ζωὴν στυλώσασθαι give stay to one's life (by means of children), AP7.648 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 959] mit Säulen stützen, ζωὴν στυλώσασθαι, seinem Leben durch Kinder eine Stütze geben, Leon. Tar. 64 (VII, 648). Vgl. στῦλος.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
soutenir à l'aide de poteaux, boiser ou blinder (une galerie de mine);
Moy. στυλόομαι, στυλοῦμαι asseoir sur des colonnes, fig. soutenir, étayer.
Étymologie: στῦλος.
Greek (Liddell-Scott)
στῡλόω: ὑποστηρίζω διὰ στύλων, στυλώνω, Ἀπολλ. Πολιορκ. 17Β· μεταφ., ζωὴν στυλοῦμαι, παρέχω στήριγμα εἰς τὴν ζωήν μου (διὰ μέσου τῶν τέκνων), Ἀνθ. Π. 7. 648.
Greek Monotonic
στῡλόω: μέλ. -ώσω, υποστηρίζω με στύλους· μεταφ. σε Μέσ., ζωὴν στυλώσασθαι, στηρίζω την ζωή μου (μέσω τεκνοποιίας), σε Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στυλόω [στῦλος] alleen med. ondersteunen.
Middle Liddell
στῡλόω, fut. -ώσω
to prop with pillars; metaph. in Mid., ζωὴν στυλώσασθαι to support one's life (by means of children), Anth.