χρηστομάθεια
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, A desire of learning, Longin.44.1. II chrestomathy, book containing a summary of useful knowledge or select passages, e.g. the χρηστομάθεια γραμματική of Procl. and the χρηστομάθειαι of Hellad., cf. Sor.1.2, al.; so in plural of the epitome of Strabo; also περὶ χρηστομαθίας (sic) EM227.53, Orus in EM685.57.
German (Pape)
[Seite 1376] ἡ, 1) Lernbegier, Wißbegier, Longin. 44, 1. – 2) das Erlernen brauchbarer, nützlicher, zu einer Wissenschaft gehöriger Dinge; dah. hießen Bücher, die einen kurzen Inbegriff des Wissenswürdigsten enthielten, Περὶ χρηστομαθείας u. αἱ Χρηστομάθειαι, Auszüge u. Sammlungen des Brauchbarsten, Nützlichsten, Besten aus andern Schriftstellern, Chrestomathien, wie die des Proclus u. Helladius.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
chrestomathie, recueil des meilleurs ou des plus utiles morceaux d'auteurs.
Étymologie: χρηστός, μανθάνω.
Greek (Liddell-Scott)
χρηστομάθεια: [ᾰ], ἡ, ἐπιθυμία πρὸς μάθησιν, φιλομάθεια, Λογγῖν. 44. 1. ΙΙ. ἡ ἐκμάθησις χρησίμων καὶ ὠφελίμων διδαγμάτων, ὅθεν βιβλία περιέχοντα περίληψιν τῶν πρὸς μάθησιν χρησιμωτάτων ἐπεγράφοντο: περὶ χρηστομαθείας, χρηστομάθειαι, ἦσαν δὲ βιβλία περιέχοντα συλλογὴν ἐκλεκτῶν ἀποσπασμάτων ἐκ πολλῶν συγγραφέων, οἷα τὰ συντεθέντα ὑπὸ Πρόκλου καὶ Ἑλλαδίου· - μαθία, Φωτ. Βιβλιοθ. 318. 21.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και δ. τ. χρηστομαθία Μ χρηστομαθής
1. εκμάθηση χρήσιμων πραγμάτων, απόκτηση ωφέλιμων γνώσεων
2. ηθοπλαστικό εγχειρίδιο με σύνοψη τών βασικών αξιόλογων γνώσεων, με αυτοτελή διηγήματα και με αποσπάσματα από έργα τών κορυφαίων κλασικών συγγραφέων
μσν.-αρχ.
επιθυμία για μάθηση, φιλομάθεια
αρχ.
πνευματική καλλιέργεια, μόρφωση.
Russian (Dvoretsky)
χρηστομάθεια: ἡ поздн. хрестоматия (сборник лучших образцов литературы).
Wikipedia EN
Chrestomathy (/krɛˈstɒməθi/ kreh-STOM-ə-thee; from the Ancient Greek χρηστομάθεια “desire of learning” = χρηστός “useful” + μανθάνω “learn”) is a collection of selected literary passages (usually from a single author); a selection of literary passages from a foreign language assembled for studying the language; or a text in various languages, used especially as an aid in learning a subject.
In philology or in the study of literature, it is a type of reader which presents a sequence of example texts, selected to demonstrate the development of language or literary style. It is different from an anthology because of its didactic purpose.
Translations
ar: كرستوماسي; ca: crestomatia; cs: čítanka; de: Chrestomathie; en: chrestomathy; eo: krestomatio; es: crestomatía; et: krestomaatia; eu: krestomatia; fr: chrestomathie; he: מקראה; hu: chrestomathia; kk: хрестоматия; ky: хрестоматия; la: chrestomathia; lt: chrestomatija; no: krestomati; pl: chrestomatia; pt: crestomatia; ru: хрестоматия; uk: хрестоматія