αἱμοβόρος
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
English (LSJ)
ον, blood-sucking, of certain insects, Arist.HA596b13; γαστέρας αἱ., of serpents, greedy of blood, Theoc.24.18; ἔχιδνα IG4.620.4 (Argos); λύκος βλέπων αἱμοβόρον Alciphr.3.21.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμοβόρος: -ον, ὁ βιβρώσκων, μυζῶν αἷμα, ἐπὶ ἐντόμων τινῶν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 11. 1· γαστέρας αἱμ. ἐπὶ ὄφεων = ἀκόρεστος αἵματος, Θεόκρ. 24. 18· ἔχιδνα Συλλ. Ἐπιγρ. 1152.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se nourrit de sang.
Étymologie: αἷμα, βιβρώσκω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que chupa o se alimenta de sangre de insectos, Arist.HA 596b13, serpientes, Theoc.24.18, Man.5.186, lobos, Aesop.296.100b, Alciphr.2.18.2, del buitre τοῦτο ... τὸ ζῶον αἱμοβόρον καὶ σαρκοφάγον Chrys.Iob 5.8
•gener., de una fiera salvaje carnívoro Chrys.Iob 40.5.
2 fig. ansioso de sangre, sanguinario de pers.: Antíoco, LXX 4Ma.10.17, Nabucodonosor, Cyr.H.Catech.2.17, del diablo, Anon.Hier.Luc.49.7
•sanguinarium, Gloss.3.431.
II adv. -ως sanguinariamente, con sed de sangre ἤκουσεν αἱμοβόρως ὁ ἀνήμερος λαός la salvaje muchedumbre escuchó con sed de sangre de los judíos al oír a Cristo en casa de Pilatos, Rom.Mel.20.ιγʹ.12.
Greek Monotonic
αἱμοβόρος: -ον (βορά), αυτός που ρουφά αίμα, άπληστος για αίμα, αιμοδιψής, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
αἱμοβόρος: питающийся кровью (μύωψ καὶ οἶστρος Arst.; γαστήρ Theocr.).
Middle Liddell
βορά
blood-sucking, greedy of blood, Theocr.