μάταν
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
Adv., Dor. for μάτην. II μάταν· ἡ λύγξ, ἔνιοι δὲ ματακὸς ἢ ματακόν, Hsch. μάταξα, ἡ, v. μέταξα. μάταρος· στέφανος μεμαρασμένος, Id. (fort. μαδαρός).
Greek (Liddell-Scott)
μάταν: ἐπίρρ., Δωρ. ἀντὶ τοῦ μάτην, Πίνδ., Τραγ.
English (Slater)
μᾰτᾱν to no purpose τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; (O. 1.83)
Greek Monolingual
(I)
μάταν (Α)
(δωρ.τ.) βλ. μάτην.
(II)
μάταν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ λύγξ, ἔνιοι δὲ ματακὸς ἢ ματακόν».
Greek Monotonic
μάταν: Δωρ. αντί μάτην.
Russian (Dvoretsky)
μάτᾱν: (μᾰ) adv. дор. = μάτην.
Translations
unsuccessfully
Czech: neúspěšně; Esperanto: sensukcese; Hungarian: sikertelenül; Russian: безуспешно; Spanish: infructuosamente
in vain
Arabic: عَبَثًا; Armenian: զուր, իզուր; Belarusian: дарэмна, дарма, марна; Bulgarian: напразно; Catalan: en va; Chinese Mandarin: 徒然, 白白, 無益, 无益, 徒勞, 徒劳; Chinook Jargon: k'ax̣chi; Czech: neúspěšně; Dutch: tevergeefs, vergeefs; Esperanto: sensolve, vane; Finnish: turhaan, tarpeettomasti, tarpeetta; French: en vain, inutilement; Galician: en balde, en van; German: vergebens, vergeblich; Greek: μάταια, του κάκου, εις μάτην, επί ματαίω; Ancient Greek: ἄκραντα, ἀλεμάτως, ἅλιον, ἁλίως, ἄλλως, ἀνεμώλια, ἀνονήτως, ἀνωφελῶς, ἀπράκτως, ἀσυντελῶς, ἀτελέστως, αὔσιον, αὔτως, ἀχρεῖον, ἀχρήστως, διὰ κενῆς, διακενῆς, διακένως, δωρεάν, εἰκαῖα, εἰκῇ, ἐν κενοῖς, ἐτώσια, ἐτώσιον, ἠλέματα, ἠλεμάτως, ματαίως, μάτην, μάψ, τηνάλλως, τηυσίως, τηϋσίως, φρούδως; Hungarian: hiába, hasztalan, hasztalanul; Icelandic: til einskis, árangurslaus, unnið fyrir gýg; Italian: invano; Japanese: 無益の; Kazakh: бекер; Korean: 헛되이; Kurdish Central Kurdish: باداوە; Latin: in cassum, futtile, frustra, in vanum; Malayalam: വൃഥാ, വെറുതെ; Manchu: ᠮᡝᡴᡝᠯᡝ; Maori: parau, paraurehe, huakore; Navajo: chʼééh; Norwegian Bokmål: forgjeves, fånyttes; Nynorsk: forgjeves; Old English: on īdel; Plautdietsch: vejäfs; Polish: daremnie, na darmo, na próżno, bezskutecznie; Portuguese: em vão, inutilmente; Romanian: degeaba, în zadar; Russian: напрасно, зря, даром, тщетно, впустую, всуе, зря, безуспешно, попусту; Serbo-Croatian: ȕzalūd, ȕzalūdno; Slovene: zamàn; Spanish: en vano, en balde, inútilmente; Swedish: förgäves; Tagalog: lihing; Ukrainian: марно, даремно, дарма; Vietnamese: hoài