σύγχρους
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
-ουν, contr. for σύγχροος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. σύγχροος.
Greek Monolingual
-ουν και -οος, -οον, Α
1. αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με κάποιον άλλο
2. αυτός που συγχρωτίζεται, που συναναστρέφεται κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χρους /-χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. κατά-χρους].
Middle Liddell
σύγ-χρους, ουν, χρόα
of like colour or look, Polyb.
German (Pape)
zusammengezogen aus σύγχροος.