διαπαύω

From LSJ
Revision as of 18:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπαύω Medium diacritics: διαπαύω Low diacritics: διαπαύω Capitals: ΔΙΑΠΑΥΩ
Transliteration A: diapaúō Transliteration B: diapauō Transliteration C: diapayo Beta Code: diapau/w

English (LSJ)

bring to an end, conclude, τὸν βίον, i.e. die, prob. in SIG494.4 (Delph., iii B.C.):—Med., rest between times, pause, Pl. Smp.191c, R.336b:—Pass., αἱ στρατιαὶ διεπέπαυντο had ceased for the time being, X.HG4.4.14.

Spanish (DGE)

I intr.
1 medic. tener pausas, ser intermitente ῥῖγος καὶ πυρετὸς διαπαύων Hp.Int.12, cf. Loc.Hom.1, οὐ μὴ διαπαύσῃ ἐξ ὑμῶν ὀδύνη LXX Os.5.13.
2 en v. med. hacer una pausa, cesar un momento, en el diálogo, Pl.R.336b, Lib.Ep.44, 128, en los combates αἱ στρατιαὶ ... διεπέπαυντο X.HG 4.4.14
de actividades vitales, ejercicio cesar, descansar Pl.Smp.191c, Ti.78e, Thphr.Sud.31.
II tr.
1 llevar a término, concluir διέπαυσε τὸμ βίον FD 184.4 (III a.C.), τὰ τοιαῦτα Philostr.VA 6.13.
2 dejar de utilizar, dejar οὐ διαπαύσετε ἅλα διαθήκης κυρίου ἀπὸ θυσιασμάτων ὑμῶν no dejaréis la sal de la alianza del Señor fuera de vuestros sacrificios LXX Le.2.13.

German (Pape)

[Seite 594] (s. παύω), dazwischen, wechselsweise ausruhen lassen; Xen. Hipp. 7, 18; D. H. de C. V. 12. – Med., dazwischen ausruhen, Plat. Tim. 78 e Rep. I, 336 b; – pass., αἱ στρατιαὶ διεπέπαυντο, die Heere waren aufgelös't, Xen. Hell. 7, 4, 14.

French (Bailly abrégé)

détruire.
Étymologie: διά, παύω.

Greek (Liddell-Scott)

διαπαύω: κάμνω τι νὰ παύσῃ, τήν ταυτότητα Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 12. - Μέσ., ἀναπαύομαι μεταξύ…, σταματῶ, διακόπτω, Πλάτ. Συμπ. 191C, Πολ. 336Β. - Παθ., αἱ στρατιαὶ διεπέπαυντο, εἶχον διαλυθῆ, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 14.

Greek Monolingual

διαπαύω (AM)
1. διακόπτω, σταματώ κάτι
2. φρ. «διαπαύω τον βίον» — πεθαίνω
3. καλώ κάποιον να διακόψει την εργασία για να ξεκουραστεί
4. μέσ. α) αναπαύομαι
β) φρ. «oἱ στρατιῶται διεπέπαυντο» — οι στρατιώτες είχαν διαλυθεί, διασκορπιστεί.

Greek Monotonic

διαπαύω: μέλ. -σω, ανακόπτω, καταπαύω — Μέσ., αναπαύομαι στα μεσοδιαστήματα, κάνω παύση, κατ' εναλλαγή, σε Πλάτ. — Παθ., παύω να υπάρχω, διαλύομαι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

διαπαύω: давать отдых (τὸν διαπαύσαντα ἵππον ὁρμῆσαι Xen.): ἐκ τούτου στρατιαὶ ἑκατέρων διεπέπαυντο Xen. на этом походы обеих сторон закончились; med. устраивать себе отдых, делать передышку, отдыхать Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-παύω act. intrans. af en toe minder worden (van ziekten en pijn); ptc. διαπαύων bij tussenpozen. med.-pass. intrans. stoppen, ophouden:. στρατιαὶ μεγάλαι διεπέπαυντο het was gedaan met omvangrijke legers Xen. Hell. 4.4.14. tussendoor af en toe stoppen; met ptc.: δ. τοῦτο ποιέων tussendoor af en toe ophouden met dit te doen Hp. VM 16.

Middle Liddell

fut. σω
to make to cease:— Mid. to rest between times, pause, Plat.:—Pass. to cease to exist, Xen.