διαλιμπάνω
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
= διαλείπω, intermit, Gal.17(1).220, Mich.in EN560.1, v.l. in Act.Ap.8.24.
Spanish (DGE)
1 dejar un intervalo ταῦτα ... γίνεται δὲ διαλιμπάνοντα éstos (los síntomas de una enfermedad) se producen con intermitencia Hp.Int.48, Dieb.Iudic.3, α[ἱ τ] ῶ[ν] κυμάτων ἐπεμπτ[ώ] σε[ις] διελίμπανον Diog.Oen.72.2.12
•fig. dejar descansar, dar tregua μάχαι ... καὶ πόλεμοι ... οὔποτ' αὐτοὺς διελίμπανον Eus.LC 16 (p.248).
2 de actividades cesar c. part. οὐ διελίμπανεν θρηνοῦσα no cesaba de llorar LXX To.10.7, οὐ διαλιμπάνω κάμνων Vett.Val.248.27, τὰ παρ' ἐμαυτοῦ πάντα πληρῶν οὐ διαλιμπάνω Eus. en Cat.Ps.118 Pal.77c.6, cf. Eus.Is.18.7, Mich.in EN 560.1.
3 apartarse, alejarse (ἤκουσας) τὸν θεὸν ἀπὸ σοῦ μὴ διαλιμπάνειν Eus.Alex.Serm.M.86.437A.
German (Pape)
[Seite 587] = διαλείπω, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
διαλιμπάνω: διαλείπω, παρεμπίπτω μεταξύ, ἒρχομαι κατὰ διαλείματα, Γαλην., Ἱππ. Ἐπιδ. 1, 3, Ἑβδ. (Τωβ. ι΄, 7).
Greek Monolingual
διαλιμπάνω (AM) λιμπάνω
1. διαλείπω
2. εγκαταλείπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-λιμπάνω onderbreken.