διχόνοια

From LSJ
Revision as of 18:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχόνοια Medium diacritics: διχόνοια Low diacritics: διχόνοια Capitals: ΔΙΧΟΝΟΙΑ
Transliteration A: dichónoia Transliteration B: dichonoia Transliteration C: dichonoia Beta Code: dixo/noia

English (LSJ)

ἡ, discord, disagreement, Pl.Alc.1.126c, Plu.2.70c; δ. περὶ τοῦ ἀρίστου Ph.2.181: c. gen., disagreement with, τῆς Ἀντωνίου γνώμης App.BC5.33.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 desacuerdo, disensión op. ὁμόνοια Pl.Alc.1.126c, D.Chr.38.15, c. gen. δ. τῆς Ἀντωνίου γνώμης desacuerdo con la opinión de Antonio App.BC 5.33, c. giro prep. ἡ περὶ τοῦ ἀρίστου ... δ. Ph.2.181
discordia τῆς διχον[οί] ας [ἔλ] ηξαν pusieron fin a la discordia Phld.Mus.4.18.39, cf. 20.10, ἐν στάσει καὶ διχονοίᾳ ἐστὶν ὁ βίος I.AI 18.374, οἰκία ... διχονοίας γέμουσα Plu.2.70c, cf. Origenes Dial.15, Const.Ep. en Eus.VC 3.17.2, Gr.Naz.M.36.176B, Const.App.2.20.3, ὁ δῆμος ... διχονοίαις ἀναπτόμενος Lyd.Mag.2.15, cf. 29, 3.47.
2 contradicción ἡ τῆς γνώμης δ. Thdt.Is.8.106.

German (Pape)

[Seite 647] ἡ, Verschiedenheit des Sinnes, Uneinigkeit; καὶ στάσις Plut. de adul. et am. discr. 44; App. B. C. 5, 33 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
divergence d'opinion, dissentiment.
Étymologie: διχόνοος.

Greek (Liddell-Scott)

δῐχόνοια: ἡ, διαφωνία, ἀσυμφωνία, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 126C, Πλούτ. 2. 70C, κτλ.

Greek Monolingual

η (AM διχόνοια)
διχοστασία, φιλονικία, διένεξη.

Greek Monotonic

δῐχόνοια: ἡ, ασυμφωνία, διαφωνία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διχόνοια:разногласие, раздор (ὁμόνοια ἢ δ. Plat.; στάσις καὶ δ. Plut.).

Middle Liddell

δῐχόνοια, ἡ, n
discord, disagreement, Plat. [from δῐχόνοος]