βυρσαίετος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ὁ, leather-eagle, com. name of Cleon the tanner, Ar. Eq.197.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ águila de cuero, águila coriácea en lenguaje oracular paródico dicho del curtidor Cleón, Ar.Eq.197, 203, 209.
German (Pape)
[Seite 468] ὁ, Lederadler, heißt der Gerber Kleon, Ar. Equ. 197. 203.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
« l'aigle corroyeur », sobriquet de Cléon, démagogue athénien qui était tanneur.
Étymologie: βύρσα, αἰετός.
Greek (Liddell-Scott)
βυρσαίετος: ὁ, ὁ δερμάτινος ἀετός, ἐπώνυμον τοῦ βυρσοδέψου Κλέωνος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 197.
Greek Monolingual
βυρσαίετος, ο (Α)
(περιφρονητική επωνυμία του Κλέωνος)
ο αϊτός το τομάρι, ο βυρσοδέψης που κάνει τον αϊτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + αιετός «αετός»].
Greek Monotonic
βυρσαίετος: ὁ, δερμάτινος αετός, προσωνύμιο του Κλέωνα του βυρσοδέψη, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
βυρσαίετος: ὁ ирон. кожевенный орел (прозвище Клеона) Arph.
Middle Liddell
leather-eagle, nickname of Cleon the tanner, Ar.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βυρσαίετος -ου, ὁ βύρσα, αἰετός kom. benaming voor de leerlooier Cleon ‘leer-adelaar’.