ἀμετρία

From LSJ
Revision as of 11:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετρία Medium diacritics: ἀμετρία Low diacritics: αμετρία Capitals: ΑΜΕΤΡΙΑ
Transliteration A: ametría Transliteration B: ametria Transliteration C: ametria Beta Code: a)metri/a

English (LSJ)

ἡ, A excess, disproportion, opp. συμμετρία, Pl.Ti.87d, cf. R.486d, Heraclit.All.8, Alex.Aphr.Pr.1.112, etc. b want of moderation, Arist.VV1251b15. 2 infinity, countless number, κακῶν Pl.Ax.367a (in pl.).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Ep.14
I 1desmesura, exceso, desproporción op. συμμετρία Pl.Sph.228c, Ti.87d, op. ἐμμετρία Pl.Phlb.52c, R.486d
c. gen. ἀμετρίη αὐτέης (sc. χολῆς) Hp.Ep.17 (p.356), ἡδονῶν Ph.1.235, ἐπιθυμιῶν καὶ πάντων Ph.1.439, ἑαυτῆς (κακίας) Hero Def.136.49, παρρησίας Plu.2.66d, ἀ. γαστρὸς καὶ κλοπαὶ πατρῴων χρημάτων excesos en el comer y robos del dinero paterno Plu.2.12b, ἀ. τοῦ θερμότητος Alex.Aphr.Pr.1.112, ἡ τῶν γυναικῶν περὶ τὸν θρῆνον ἀ. Luc.Luct.19
abs. Hp.Ep.14, Arist.VV 1251b15, Demetr.Eloc.4, Heraclit.All.8, Plu.2.6c, 1014e, Aret.CA 1.1.21, Alb.30.5
tb. exceso doctrinal, extravagancia causante de herejías τὴν ἀμφοτέρων ἀμετρίαν φεύγουσα Chrys.M.48.667.
2 infinitud, inmensidad κακῶν ἀμετρίαι innumerables miserias Pl.Ax.367a, τῶν ἐν μέτρῳ ἡ ἀ. ref. a Dios, Dion.Ar.DN M.3.588A.
3 inconveniencia, inoportunidad γάμου χρόνου συμμετρία τε καὶ ἀ. Pl.Lg.925a.
II 1desacuerdo rítmico ἐν τῷ ποδὶ πρὸς τὴν λύραν ἀ. Pl.Clit.407c.
2 faltas métricas, incorrección en el verso ἐνίων ἐπῶν Iust.Phil.Coh.Gr.M.6.309A.

German (Pape)

[Seite 123] ἡ, Überschreitung des Maaßes, Übermaaß, bei Plat., der συμμετρία, Tim. 87 d (wie Legg. X, 925 a τοῦ τῶν γάμων χρόνου, Unangemessenheit, vgl. Clit. 407 c ἡ ἐν τῷ ποδὶ πρὸς τὴν λύραν ἀμ.), u. ἐμμετρία, Rep. VI, 486 d, entgegengesetzt; Unmäßigkeit, ἡ τῶν γυναικῶν περὶ τὸν θρῆνον ἀμ. Luc. Luct. 18; γαστρός Plut.; unermeßliche Menge, Plat. Ax. 367 a.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque de mesure, excès.
Étymologie: ἄμετρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετρία: ἡ, (ἄμετρος) ὑπερβολή, ἀσυμμετρία, δυσαναλογία, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ συμμετρία, ἐμμετρία, Πλάτ. Τίμ. 89D, Πολ. 486D, κτλ. 2) τὸ ἄπειρον, ἀνυπολόγιστος ἀριθμός, ὁ αὐτ. Ἀξ. 367Α, κατὰ πληθ.

Greek Monolingual

η (Α ἀμετρία) ἄμετρος
έλλειψη μέτρου, υπερβολή, δυσαναλογία, ασυμμετρία (αντίθ. του συμμετρία)
αρχ.
1. έλλειψη μέτρου ή μετριοπάθειας
2. άπειρο, αμέτρητο πλήθος.

Greek Monotonic

ἀμετρία: ἡ (ἄμετρος), υπερβολή, ασυμμετρία, δυσαναλογία, σε Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμετρία:
1) несообразность, несоразмерность (τοῦ τῶν γάμων χρόνου Plat.): ἡ ἐν τῷ ποδὶ πρὸς τὴν λύραν ἀ. Plat. несоответствие между (отбиванием такта) ногой и лирой;
2) неумеренность, чрезмерность (τοῦ λόγου Plut.): ἀ. γαστρός Plut. обжорство; ἀ. περί τι Luc. неумеренность в чем-л.;
3) безмерность, бесчисленность (κακῶν ἀμετρίαι Plat.).

Middle Liddell

ἄμετρος
excess, disproportion, Plat., etc.