ἀναπορεύομαι
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
proceed up-stream, D.C.75.9.
Spanish (DGE)
1 ir río arriba πεζῇ ... ἐκ τῆς πόλεως PTeb.5.28 (II a.C.), ἐπὶ πλοίων D.C.75.9.5.
2 salir hacia arriba prob. del pus al apretar la carne πολλὴ ἀκαθαρσία ἀναπορεύεται καὶ λεύκη glos. a ψόμμος ... ὀ{ν}στείχει Alc.306.1.2.3.
German (Pape)
[Seite 203] dep pass., hinaufmarschiren.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπορεύομαι: ἀποθ., πορεύομαι πρὸς τὰ ἄνω ἢ πρὸς τὰ ἐμπρός, «καὶ οἱ μὲν αὐτῷ τῶν στρατιωτῶν πεζῇ ἄνω παρὰ τὸν Τίγριν, οἱ δὲ καὶ ἐπὶ πλοίων ἀνεπορεύθησαν» Δίων Κ. 75. 9.
Greek Monolingual
ἀναπορεύομαι (Α) πορεύομαι
προχωρώ προς τα επάνω ή προς τα εμπρός.