ἀναχωρίζω
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
A make to go back or retire, X.Cyr.7.1.41, An.5.2.10; ἀγχωρίξαντες (Dor.) τὸν ὅρον having drawn it back, Tab.Heracl.1.56,59.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. ἀγχ- TEracl.1.56, 59
1 ordenar la retirada de ἅπαντας τοὺς πελταστάς X.An.5.2.10, cf. Cyr.7.1.41.
2 retrasar, echar hacia atrás τὸν ὅρον TEracl.ll.cc., en v. pas. τὸ βῆμα ... ἐς τὸν νῦν τόπον ἀνεχωρίσθη D.C.43.49.1
•traer, hacer entrar (en la ciudad) εἰς τὸ ἀσφαλὲς τὰ δεόμενα X.Eq.Mag.7.6.
German (Pape)
[Seite 215] zurückführen, zurückgehen lassen, Xen. Cyr. 7, 1, 41 An. 5, 2, 10.
French (Bailly abrégé)
ramener en arrière.
Étymologie: ἀνά, χωρίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχωρίζω: ἀναχωρεῖν ποιῶ, ἀποσύρω, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 41, Ἀν. 5. 2. 10· ἀγχωρίξαντες (Δωρ.) τὸν ὅρον, ἀποσύραντες, Ἡρακλ. Πίν. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 56, πρβλ. 59.
Greek Monolingual
(AM ἀναχωρίζω)
μσν.
1. (μτβ.) απομακρύνω κάποιον από κοντά μου, εγκαταλείπω
2. (αμτβ.) απομακρύνομαι
αρχ.
1. ενεργ. α) κάνω να υποχωρήσει
β) αποσύρω
2. μέσ. αποχωρίζομαι, ζω χωριστά από κάποιον.
Greek Monotonic
ἀναχωρίζω: μέλ. -σω, κάνω κάποιον να πάει πίσω ή να αποχωρήσει, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀναχωρίζω: приказывать отойти, отводить назад (ἄπαντας τοὺς πελταστάς Xen.).