ἀρχιπειρατής
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
οῦ, ὁ, Latin archipirata Cic. Off. 2.11.40, al.: — pirate-chief, DS. 20.97, Plu. Pomp. 45, Petron. 101.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): lat. archipirata Cic.Off.2.11.40
archipirata, capitán pirata Cic.l.c., Verr.2.5.25, 29, Quint.Inst.9.4.64, 74, Liu.37.11, D.S.20.97, Polyaen.5.19, Plu.Pomp.45, Petron.101.5.
German (Pape)
[Seite 366] ὁ, Hauptmann der Seeräuber, Plut. Pomp. 45.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
chef de pirates.
Étymologie: ἄρχω, πειρατής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχιπειρᾱτής: -οῦ, ὁ, ὁ πρῶτος τῶν πειρατῶν, ὁ ἀρχηγὸς αὐτῶν, Διόδ. 20. 97, Πλουτ. Πομπ. 45.
Greek Monolingual
ο (AM ἀρχιπειρατής)
ο αρχηγός των πειρατών, ο αρχικουρσάρος.
Greek Monotonic
ἀρχιπειρᾱτής: -οῦ, ὁ, αρχηγός πειρατών, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχιπειρᾱτής: οῦ ὁ главарь пиратской шайки Diod., Plut.