ἀρχαιολογέω

From LSJ
Revision as of 13:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχαιολογέω Medium diacritics: ἀρχαιολογέω Low diacritics: αρχαιολογέω Capitals: ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: archaiologéō Transliteration B: archaiologeō Transliteration C: archaiologeo Beta Code: a)rxaiologe/w

English (LSJ)

A discuss antiquities or things out of date, Th.7.69; ἀ. τὰ Ἰουδαίων J.BJProoem. 6:—Pass., ἱστορία ἀρχαιολογουμένη a history treated in an antiquarian manner, D.H.1.74. II use an old-fashioned style, Luc.Lex. 15.

Spanish (DGE)

1 en sent. posit. o neutr. narrar la historia antigua ἀρχαιολογεῖν ... τὰ Ἰουδαίων ... ἄκαιρον ᾠήθην εἶναι I.BI 1.17, cf. Sch.Hes.Th.35
narrar la historia a la manera antigua ἡ ἀρχαιολογουμένη ἱστορία D.H.1.74
estudiar la antigüedad διήγησις ἀρχαιολογούντων Ph.1.178
conservar la tradición ἀρχαιολογοῦντας ἔργα καὶ λόγους conservando hechos y palabras tradicionales Ph.2.2
τὰ ἀρχαιολογούμενα Antiquitates περὶ ... τῆς Ἰνδικῆς καὶ τῶν κατ' αὐτὴν ἀρχαιολογουμένων D.S.2.42.
2 en sent. peyor. decir cosas antiguas o superadas οὐ πρὸς τὸ δοκεῖν τινι ἀρχαιολογεῖν φυλαξάμενοι sin guardarse de parecer que decía tópicos Th.7.69
hablar arcaicamente Luc.Lex.15.

German (Pape)

[Seite 364] 1) Alterthümer, alte Geschichte erzählen, Thuc. 7, 69 u. Sp. – 2) alterthümlich reden u. schreiben, Luc. Lexiph. 15.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἠρχαιολόγησα;
dire des vieilleries, des choses rebattues.
Étymologie: ἀρχαῖος, λέγω³.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχαιολογέω: ὁμιλῶ περὶ πραγμάτων ἀπηρχαιωμένων καὶ ἑώλων, Θουκ. 7. 69· ἀρχ. τὰ Ἰουδαίων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. προοίμ. β: ― Παθ. ἱστορία ἀρχαιολογουμένη, ἐξεταζομένη ὑπὸ ἀρχαιολογικὴν ἔποψιν, Διον. Ἁλ. 1. 74, Ὠριγέν. ΙΙ. μεταχειρίζομαι ὕφος ἀρχαῖον, Λουκ. Λεξιφ. 15.

Greek Monotonic

ἀρχαιολογέω: μέλ. -ήσω, μιλώ ή ασχολούμαι με αρχαιότητες ή πράγματα ξεπερασμένα, παλιομοδίτικα, αρχαΐζω, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχαιολογέω:
1) толковать о давно прошедших делах, т. е. говорить общеизвестные вещи Thuc.;
2) говорить старинным языком Luc.

Middle Liddell

[from ἀρχαιολόγος
to discuss antiquities or things out of date, Thuc.