ἁλισμάραγος
From LSJ
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
English (LSJ)
ἁλισμάραγον, sea-resounding, Nonn. D. 39.362.
Spanish (DGE)
(ἁλισμάρᾰγος) -ον
• Prosodia: [ᾰλισμᾰ-]
que resuena en el mar κυδοιμός Nonn.D.39.362.
German (Pape)
[Seite 98] κυδοιμός, wie das Meer rauschend, Nonn. D. 39, 362.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλισμάρᾰγος: -ον, ὁ ὡς ἡ θάλασσα ἠχῶν, Νόνν. Δ. 39. 362.
Greek Monolingual
ἁλισμάραγος, -ον (Α)
βροντερός σαν θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -σμάραγος < σμαραγῶ (-έω) «σπάζω, κάνα) θόρυβο»].