ἐναιωρέομαι
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
A float or drift about in, θαλάσσῃ E.Cyc.700: abs., to be always in motion, ὀφθαλμοὶ ἐναιωρεύμενοι Hp.Prog.2. 2 οὖρα ἐνῃωρημένα containing suspended matter, Id.Prorrh.1.4. 3 -ούμεναι συστάσεις movable concretions, Sor.1.88.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jon. ἐναιωρευ- Hp.Coac.194, Aret.SA 2.8.3
I ir de acá para allá, ir a la deriva c. dat. θαλάσσῃ de Odiseo, E.Cyc.700.
II medic.
1 moverse de un lado a otro, moverse sin parar (ὀφθαλμοί) ἐναιωρούμενοι como síntoma, Hp.Prog.2.
2 moverse de un lado a otro, estar suelto θρομβώδεις συστάσεις ἐναιωρούμεναι dentro de la mama, Sor.2.8.47, c. dat. πρὸς οὐδὲν προσισχομένη, ἀλλ' ἐναιωρευμένη τῷ θώρηκι una vena, Aret.l.c.
3 contener materia en suspensión la orina ἢν οὖρον ἐναιωρηθῇ Hp.Coac.31, cf. 194, c. dat. οὖρα ... μέλασιν ἐνῃωρημένα orines con partículas negras en suspensión Hp.Prorrh.1.4, cf. 163
•neutr. subst. τὰ ἐναιωρούμενα partículas en suspensión en la orina, Gal.6.251.
German (Pape)
[Seite 825] darauf schweben; θαλάττῃ, auf dem Meere herumschweifen, Eur. Cycl. 604; ὀφθαλμοὶ ἐναιωρεόμενοι, aufwärts gezogene Augäpfel, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
être ballotté dans ou sur, τινι.
Étymologie: ἐν, αἰωρέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναιωρέομαι: περιφέρομαι, περιπλανῶμαι ἔν τινι τόπῳ, πολὺν θαλάσσῃ χρόνον ἐναιωρούμενον Εὐρ. Κύκλ. 700 ἀπολ., εὑρίσκομαι εἰς διηνεκῆ κίνησιν, ὀφθαλμοὶ ἐναιωρούμενοι Ἱππ. Προγν. 37· οὖρα ἐν. ὁ αὐτ. Προγν. 67.
Greek Monotonic
ἐναιωρέομαι: Παθ., επιπλέω, κυματίζω στη θάλασσα, με δοτ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐναιωρέομαι: (где-л.) носиться, блуждать (θαλάσσῃ πολὺν χρόνον Eur.).