ἄλγημα
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
τό, pain felt or caused, suffering, S. Ph.340, Hp.VM6, E.Fr.507, Plu.Sull.26, Plot.6.1.19; οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον = there is no greater pain than grief Men.667.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 dolor físico, παροξύνονται τὰ ἀλγήματα Hp.VM 6, cf. Acut.19, ἀ. ναρκῶδες Plu.Sull.26, cf. Epicur.Sent.[5] 29, Plot.6.1.19
•c. gen. μετώπου Hp.Coac.262, σκελέων Hp.Acut.(Sp.) 2, ὅλου τοῦ σώματος D.54.11, τῶν ὀδόντων Archig. en Gal.12.876, τοῦ ποδός PBremen p.130.5 (II d.C.), τῆς γαστρός I.AI 19.350, ἀκοῆς Ph.1.693
•c. otras constr. ἐς ἰσχία ἀ. Hp.Coac.291, περὶ τὸν νῶτον Arist.HA 512b18, cf. 25.
2 pena, sufrimiento moral παλαιὸν ἄλγημα S.Ph.1170, cf. 340, E.Fr.507, Men.Fr.848, LXX Ec.1.18.
German (Pape)
[Seite 90] τό, Schmerz, Soph. Phil. 340. 1155; Men. bei Stob. Floril. 99, 7; Plut. Sull. 26.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
souffrance, douleur.
Étymologie: ἀλγέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλγημα: τό, πόνος ὃν αἰσθάνεταί τις ἢ προξενεῖ, πόνος, πάθημα, Σοφ. Φ. 340, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10, Εὐρ., κτλ.· οὐκ ἔστι λύπης ἄλγ. μεῖζον, Μενάνδ. Ἄδηλ. 121.
Greek Monolingual
ἄλγημα, το (Α) ἀλγῶ
πόνος (που τον αισθάνεσαι ή τον προκαλείς), οδύνη.
Greek Monotonic
ἄλγημα: -ατος, τό (ἀλγέω), πόνος, πάθημα, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄλγημα: ατος τό боль, страдание Soph., Eur., Men., Plut.
Middle Liddell
ἀλγέω
pain, suffering, Soph., Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἄλγημα -ατος, τό ἀλγέω pijn, leed.