ἄπαστος
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
ον, (πατέομαι)
A not having eaten, abstaining from food, fasting, Il.19.346, Arist.HA563a23, Call.Cer.6, Euph.57, v.l. in h.Merc.168.
2 c. gen., ἄπαστος ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος = without having tasted meat or drink, Od.4.788, cf. 6.250, h.Cer.200: ἐδητύος ἔργον ἄπαστον = a meal which feeds not, Opp.H.2.250.
II Pass., not eaten, Ael.NA11.16.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de alimentos no comido (τὰς τροφάς) ... ἄπαστοι μένουσι Ael.NA 11.16.
2 no alimenticio ἐδητύος ἔργον ἄπαστον actividad no alimenticia de comida Opp.H.2.250.
3 de pers. que ayuna, que no come, Il.19.346, Scyl.Per.110, (ὁ ἀετός) Arist.HA 563a23, cf. A.R.4.1295, Call.Cer.6
•c. gen. que no prueba, ayuno de ἄ. ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Od.4.788, h.Cer.200, χιλοῖο ... ἄ. Euph.90.
II subst. neutr.
1 τὸ ἄπαστον = cret. cárcel Hsch.
2 incapacidad de alimentarse fig. τὸ ἁπαλὸν ἔτι τῆς κατὰ ψυχὴν ἡλικίας καὶ ἄ. Gr.Nyss.Hom.in Cant.18.15 (ap. crít.).
German (Pape)
[Seite 281] 1) nicht gegessen habend, nüchtern, Il. 19, 346; ἐδητύος ἄπαστος Od. 6, 250; ἄσιτος ἄπαστος ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Od. 4, 788; h. Cer. 200. – 2) nicht verzehrt, ungegessen, Ael. N. A. 11, 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui est à jeun;
2 non mangé, intact.
Étymologie: πατέω¹.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπαστος: -ον, (πατέομαι) ὁ μὴ φαγών, ἀπεχόμενος τροφῆς, νηστεύων, Ἰλ. Τ. 346, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 6, 2, Καλλ. εἰς Δήμ. 6. 2) μετὰ γεν., ἅπαστος ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, χωρὶς νὰ φάγῃ καὶ νὰ πίῃ, Ὀδ. Δ. 788, πρβλ. Ζ. 250: ― ὅθεν, ἐδητύος ἔργον ἄπαστον, φαγητὸν ὅπερ δὲν τρέφει, Ὀππ. Ἁλ. 2. 250. ΙΙ. παθ. ὁ μὴ βρωθείς, Αἰλ. π. Ζ. 11. 16.
English (Autenrieth)
(πατέομαι): without (taste of) food; ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, δ, Od. 6.250.
Greek Monolingual
ἄπαστος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει φάει ή απέχει από την τροφή, ο άσιτος
2. αυτός που δεν έχει γευθεί ή δοκιμάσει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πατέομαι «τρώω ή πίνω από κάτι, γεύομαι κάτι»].
Greek Monotonic
ἄπαστος: -ον (πατέομαι), αυτός που δεν έχει φάει, που απέχει από την τροφή, που νηστεύει, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., ἄπαστος ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, χωρίς να έχει γευτεί φαγητό ή ποτό, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἄπαστος: не евший, голодный Hom., Arst.: ἄ. ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Hom., HH ничего не евший и не пивший.
Middle Liddell
πατέομαι
not having eaten, fasting, Il.: c. gen., ἄπαστος ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος without having tasted meat or drink, Od.