ἔνθερμος

From LSJ
Revision as of 17:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνθερμος Medium diacritics: ἔνθερμος Low diacritics: ένθερμος Capitals: ΕΝΘΕΡΜΟΣ
Transliteration A: énthermos Transliteration B: enthermos Transliteration C: enthermos Beta Code: e)/nqermos

English (LSJ)

ον,
A hot, φύσις Hp.Epid.6.4.13; αἷμα Arist.Pr.898a6; πνεῦμα Zeno Stoic.1.38, Antip.ib.3.251; Λιβύη Plu.2.951f.
2 metaph., passionate, μειράκιον prob. in Com.Adesp.24.10D.; hot, fervid, διάνοια Arist.Phgn.806b26, cf. Ph.1.605, al.

Spanish (DGE)

-ον
I 1medic. y fil. que encierra calor, constitutiva o naturalmente cálido, caliente φύσις Hp.Epid.6.4.13, 18, φλέβιον Hp.Epid.6.6.1, αἷμα Arist.Pr.898a6, ὁ ἐμψυχρότερος ἐν ψυχρῇ χώρῃ ... ἐνθερμότερος ἔσται el que es de naturaleza más bien fría estará más caliente en un lugar frío Hp.Epid.6.6.2, cf. 6.5.15, πυροὶ καὶ κριθαὶ νοτερὰ ἐόντα ... ἐνθερμότερά ἐστιν ἢ εἰ ξηρὰ εἴη Hp.Nat.Puer.24, en las teorías estoicas del alma πνεῦμα Zeno Stoic.1.38, Antip.Stoic.3.251, ψυχή Plu.2.432e, del fuego, Ph.1.462.
2 caluroso, cálido climáticamente Λιβύη Plu.2.951e, χωρία Plu.2.701a, ἡμέραι Gp.8.23.1.
3 fig. ardiente, ardoroso, apasionado διάνοια Arist.Phgn.806b26, cf. Ph.1.605, λόγος Ph.1.144, en el amor μειράκιον Com.Adesp.1006.9 (cj.), en la guerra, de los nacidos bajo el signo de Ares, Vett.Val.16.33
neutr. subst. τὸ ἔνθερμον = ardor, apasionamiento τῆς ἐπιθυμίας Gr.Nyss.Beat.117.14, τῆς ἀγάπης Nil.in Cant.81.1.
II adv. ἐνθέρμως = con ardor guerrero, Eust.593.1.

German (Pape)

[Seite 842] erwärmt, warm, Hippocr. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très chaud.
Étymologie: ἐν, θερμός.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνθερμος: -ον, θερμός, ζεστός, Ἱππ. 1180Ε, Πλούτ. 2. 951Ε. 2) μεταφ., πλήρης θερμότητος, θερμουργός, διάνοια Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 9, πρβλ. 3, 14: - Ἐπίρρ. ἐνθέρμως, Εὐστ. Πονημ. 4. 28, Κωνστ. Μανασσ. Χρον. σ. 101D.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔνθερμος, -ον)
1. ολόθερμος, διάπυρος, φλογερός, διακαής
2. μτφ. εγκάρδιος, διακαής, θερμούργός, ολόψυχος
3. εμπαθής, παράφορος.
επίρρ...
ἐνθέρμως
θερμά, πρόθυμα, διακαώς, με πάθος.

Russian (Dvoretsky)

ἔνθερμος:
1) горячий, теплый (αἷμα Arst.);
2) жаркий (χωρία Plut.);
3) пламенный, пылкий (διάνοια Arst.).