βροχίς

From LSJ
Revision as of 10:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βροχίς Medium diacritics: βροχίς Low diacritics: βροχίς Capitals: ΒΡΟΧΙΣ
Transliteration A: brochís Transliteration B: brochis Transliteration C: vrochis Beta Code: broxi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Dim. of βρόχος, Opp.H.3.595; of a spider's A web, AP9.372 (pl.). II (βρέχω) ink-horn, ib.6.295 (Phan.). III a measure of length, IG12(3).1232.10 (Melos).

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
lazo para cazar, Opp.C.2.308, AP 9.76 (Antip.Sid.)
red para pescar, Opp.H.3.595, Hld.5.18.4, λύσας δ' ἐκ βροχίδων de una telaraña AP 9.372, cf. βρόχος.
-ίδος, ἡ
vasija εὐμέλανος β. tintero, AP 6.295 (Phan.)
prob. de una urna funeraria IG 12(3).1232.10 (Melos, imper.).
• Etimología: v. βρέχω.

German (Pape)

[Seite 465] ίδος, ἡ, 1) die Schlinge = βρόχος, zu dem es Diminutivform, Ant. Sid. 62 (IX, 76); Netz, Opp. H. 3, 595. – 2) Gefäß zum Benetzen, εὐμέλανος, Tintenfaß, Phani. 3 (VI, 295).

French (Bailly abrégé)

1ίδος (ἡ) :
écritoire.
Étymologie: βρέχω.
2ίδος (ἡ) :
1 petit lacet à nœud coulant;
2 filet de pêche.
Étymologie: βρόχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βροχίς -ίδος, ἡ βροχή inktpot (gemaakt van een hoorn).

Russian (Dvoretsky)

βροχίς: ίδος ἡ βρέχω чернильница Anth.
ίδος ἡ βρόχος небольшая петля Anth.

Greek (Liddell-Scott)

βροχίς: ἡ, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ὀππ. Ἁλ. 3. 595, Ἀνθ. II. 9. 372. ΙΙ. (βρέχω) μελανοδοχεῖον (ἐκ κέρατος), Ἀνθ. Π. 6. 295. ΙΙΙ. μέτρον τι μήκους, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2439c.

Greek Monolingual

(I)
βροχίς, η (AM) βρόχος
παγίδα
αρχ.
ο ιστός της αράχνης.
(II)
βροχίς, η (Α) βροχή
μελανοδοχείο.

Greek Monotonic

βροχίς: ἡ,
I. υποκορ. του βρόχος, σε Ανθ.
II. (βρέχω), κεράτινο μελανοδοχείο, στο ίδ.

Middle Liddell


I. Dim. of βρόχος, Anth.
II. (βρέχω) an ink-horn, Anth.