θεμερῶπις

From LSJ
Revision as of 13:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμερῶπις Medium diacritics: θεμερῶπις Low diacritics: θεμερώπις Capitals: ΘΕΜΕΡΩΠΙΣ
Transliteration A: themerō̂pis Transliteration B: themerōpis Transliteration C: themeropis Beta Code: qemerw=pis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, grave and sedate of look, Ἁρμονίη Emp.122.2; θ. αἰδώς A.Pr.134 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1194] ιδος, ehrwürdiges Angesichts, ernst; ἁρμονίη Empedocl. 12; αἰδώς Aesch. Prom. 134.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
qui a l'air posé, l'aspect grave ; réservé, timide.
Étymologie: θέμερος, ὤψ.

Russian (Dvoretsky)

θεμερῶπις: ιδος adj. f
1) серьезный, спокойный, уравновешенный, медлительно-важный (ἁρμονίη Emped.);
2) благоговейный, тихий, кроткий (αἰδώς Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

θεμερῶπις: -ιδος, ἡ, ἡ σεμνὴν ὄψιν ἔχουσα, Ἁρμονίη Ἐμπεδ. 23· θ. αἰδώς Αἰσχύλ. Πρ. 134, ἔνθα ἴδε Ἕρμανν.· πρβλ. θεμερός.

Greek Monolingual

θεμερῶπις, -ιδος, ἡ (Α)
αυτή που έχει σεμνή όψη, σεμνό βλέμμαθεμερῶπις αἰδώς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμερος + -ωπις (< ωψ, ωπός «πρόσωπο»), πρβλ. βοώπις, γλαυκώπις].

Greek Monotonic

θεμερῶπις: -ιδος, ἡ (ὦψ), με σεμνή και σοβαρή έκφραση, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θεμερ-ῶπις, ιδος [ὦψ]
of grave and serious aspect, Aesch.