δυσπρεπής
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
ές, base, undignified, E.Hel.300.
Spanish (DGE)
-ές
1 indigno, inconveniente ἀγχόναι ... κἀν τοῖσι δούλοις δυσπρεπὲς νομίζεται E.Hel.300.
2 feo, deforme Hsch.
German (Pape)
[Seite 688] ές, unschicklich, Eur. Hel. 307.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
indécent, inconvenant.
Étymologie: δυσ-, πρέπω.
Russian (Dvoretsky)
δυσπρεπής: недостойный, неподобающий (κἂν τοῖσι δούλοις Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσπρεπής: -ές, ἀπρεπής, ἀναξιοπρεπής, Εὐρ. Ἑλ. 300.
Greek Monolingual
δυσπρεπής, -ές (Α)
αναξιοπρεπής.
Greek Monotonic
δυσπρεπής: -ές (πρέπω), απρεπής, αναξιοπρεπής, σε Ευρ.
Middle Liddell
δυσ-πρεπής, ές πρέπω
base, undignified, Eur.