βάδισις

From LSJ
Revision as of 19:54, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάδῐσις Medium diacritics: βάδισις Low diacritics: βάδισις Capitals: ΒΑΔΙΣΙΣ
Transliteration A: bádisis Transliteration B: badisis Transliteration C: vadisis Beta Code: ba/disis

English (LSJ)

[ᾰ], εως, ἡ, walking, going, Ar.Pl.334; βαδίσει χρῆσθαι Hp.Aër.15; of hares, τεχνάζειν τῇ β. X.Cyn.8.3; opp. πτῆσις, ἅλσις, Arist.EN1174a31.

Spanish (DGE)

(βάδῐσις) -εως, ἡ
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 acción de caminar, marcha a pie, paso ὀλίγῃ τε χρέονται βαδίσει usan poco la marcha a pie Hp.Aër.15, τῇ βαδίσει καὶ τῷ τάχει por su andar y su prisa Ar.Pl.334, πρὶν ἂν βαδίσῃ τινὰ ἀριθμὸν βαδίσεων Ael.NA 3.42, de la carrera de la liebre ἅμα ... εἴθισται τεχνάζειν τῇ βαδίσει διὰ τὸ διώκεσθαι X.Cyn.8.3, β. ἀσθενής Ael.Fr.37, ἕνεκα βαδίσεως ὑποτεθεῖσθαι ταῦτα τὰ μόρια Gal.17(2).245, cf. 18(1).586, σύμβολον δηλῶν βαδίσεως Olymp.in Alc.151, junto a πτῆσις y ἅλσις como uno de los distintos tipos de κίνησις Arist.EN 1174a31
modo de andar, andares διδάξαντα ... βάδισιν ... παρθένοις ὁμοιοῦσθαι Plu.Thes.23, ἀπὸ τῆς ὄψεως καὶ τῆς βαδίσεως ἐφάνη Plu.Alex.12
en perífrasis ποιεῖσθαι τὴν βάδισιν caminar, marchar Arist.HA 530a10.
2 fig. progreso, avance de la extensión de la lepra ὅτι διάχυσις λέπρας ἐστιν ὡσανεὶ βάδισις Clem.Al.Fr.34
dirección, tendencia de un determinado modo de vida ἴστε ... τῆς ἐμῆς βαδίσεως τὸν τρόπον Chrys.M.62.273.

German (Pape)

[Seite 423] ἡ, das Einherschreiten, der Gang, Ar. Plut. 334; Arist. Eth. 10, 4, 3 u. sonst; vom Hafen Xen. Cyn. 8, 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
marche.
Étymologie: βαδίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βάδισις -εως, ἡ βαδίζω
1. het lopen.
2. manier van lopen, gang, loop.

Russian (Dvoretsky)

βάδισις: εως (βᾰ) ἡ
1) хождение, ход (πτῆσις, β., ἅλσις καὶ τὰ τοιαῦτα Arst.): τεχνάζειν τῇ βαδίσει Xen. (о преследуемом зайце) совершать запутанные движения, петлять;
2) поступь, походка (ὄψις καὶ β. Plut.): β. καὶ τάχος Arph. торопливая походка.

Greek Monotonic

βάδισις: -εως, ἡ, πορεία, περπάτημα, σε Αριστοφ. λέγεται για λαγούς, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

βάδισις: -εως, ἡ, τὸ βαδίζειν, πορεύεσθαι, τὸ περιπάτημα, Ἀριστοφ. Πλ. 334· βαδίσει χρῆσθαι Ἱππ. π. Ἀέρ. 290· ἐπὶ λαγωῶν, Ξεν. Κυν. 8, 3· ἀντίθ. τῷ πτῆσις, ἅλσις, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 3.

Middle Liddell

[from βαδίζω
a walking, going, Ar.; of hares, Xen.

English (Woodhouse)

gait, manner of walking, way of walking

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)