βλακεία
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
(-ία), Hsch.), ἡ, (βλάξ) slackness, X.Cyr.2.2.25, 7.5.84; stupidity, Pl.Euthd.287e, Phld.Mus.p.56 K., Hierocl.in CA17p.457M.; τὸ τῆς β. πεδίον Luc.VH2.33.
German (Pape)
[Seite 447] ἡ, Trägheit, Dummheit, Plat. Euthyd. 287 e; καὶ ἀπονία Xen. Cyr. 2, 2, 25; vgl. 7, 5, 38; Pol. 3, 81. Erst Sp. = μαλακία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 mollesse, paresse ; lâcheté;
2 stupidité, bêtise.
Étymologie: βλακεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βλακεία -ας, ἡ βλάξ slapheid, lamlendigheid:; βλακείᾳ καὶ ἀπονίᾳ μόνον κακοί alleen door slapheid en luiheid slecht Xen. Cyr. 2.2.25; domheid:. ἐξήμαρτον διὰ τὴν βλακείαν door mijn domheid zat ik er geheel naast Plat. Euthyd. 287e.
Russian (Dvoretsky)
βλᾱκεία: ἡ вялость, неповоротливость, тж. тупоумие, тупость Xen., Plat., Polyb., Plut.
Middle Liddell
βλάξ
laziness, stupidity, Xen., Plat.
Greek Monolingual
η (AM βλακεία) βλακεύω
διανοητική καθυστέρηση μέτριου βαθμού
νεοελλ.
ανόητα λόγια ή πράξεις.
Greek Monotonic
βλᾱκεία: ἡ, νωθρότητα, οκνηρία, κουταμάρα, ανοησία, σε Ξεν., Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
βλᾱκεία: ἡ, ὀκνηρία, νωθρότης, ἠλιθιότης, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 25., 7. 5, 83, Πλάτ. Εὐθυδ. 287 Ε· -βλάκευμα, τό, ἀνόητον, μωρὸν τέχνασμα, Εὐστ.