βοσκή
αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)
English (LSJ)
ἡ, fodder, food, pasturage, A.Eu.266 (lyr.); πέτεσθαι ἐπὶ βοσκήν Arist. H A624a27, cf. PLond.5.1692 (vi A. D.): pl… μήλων τε βοσκάς A.Fr.44.5, cf. E.Hel.1331 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. -ά A.Eu.266
pasto, alimento para anim. (γαῖα) τίκτεται ... μήλων βοσκάς A.Fr.44.5, cf. E.Hel.1331, οἱ δὲ βασιλεῖς οὐ πέτονται ἔξω οὔτ' ἐπὶ βοσκὴν οὔτ' ἄλλως Arist.HA 624a27, εἰς βοσκήν para pasto, dedicado a pasto, PMasp.240.4 (VI d.C.), PLond.1692a.16, b.15 (VI d.C.)
•fig. dicho por una de las Erinis βοσκὰν φεροίμαν πώματος δυσπότου A.Eu.266.
German (Pape)
[Seite 454] ἡ, Futter, Weide, Aesch. Eum. 256; Eur. Hel. 1347; Arist. H. A. 9, 4.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
c. βόσις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοσκή -ῆς, ἡ βόσκω voer, voedsel.
Russian (Dvoretsky)
βοσκή: ἡ тж. pl. Aesch., Eur., Arst. = βόσις.
Greek (Liddell-Scott)
βοσκή: ἡ, τροφὴ (τῶν ζῴων), Αἰσχύλ. Εὐμ. 266· πέτεσθαι ἐπὶ βοσκὴν Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 40, 12· κατὰ πληθ., μήλων τε βοσκὰς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 41, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 1331.
Greek Monolingual
η (AM βοσκή) βόσκω
1. χορτάρι, νομή
2. βοσκότοπος, λιβάδι
μσν.- νεοελλ.
1. κοπάδι
2. βόσκηση.
Greek Monotonic
βοσκή: ἡ (βόσκω), σανός, ξηρά ζωοτροφή, σε Αισχύλ., Ευρ.