εὐάντυξ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
English (LSJ)
ῠγος, ὁ, ἡ, of a chariot, with beautiful rail, Suid., Phot. (but cf. εὐάξων).
German (Pape)
[Seite 1057] υγος, mit einer schönen ἄντυξ, nach Suid. = εὐάξων. Bei Paul. Sil. descr. Soph. 254 κορυφὴ νηοῦ, schön gewölbt.
French (Bailly abrégé)
υγος (ὁ, ἡ)
à la belle voûte.
Étymologie: εὖ, ἄντυξ.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάντυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν ἄντυγα. Κατὰ Σουΐδ.: «εὐάντυγα, εὐάξονα». ΙΙ. ἔχων ὡραῖον θόλον, ἐπὶ οἰκοδομήματος, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 121.
Greek Monolingual
εὐάντυξ (-υγος), ὁ, ἡ (ΑΜ)
μσν.
(για οικοδόμημα) αυτός που έχει ωραίο θόλο
αρχ.
(για τροχούς άρματος) αυτός που έχει καλήν άντυγα, καλόν άξονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άντυξ, -γος].
Greek Monotonic
εὐάντυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ωραίο θόλο, όμορφη καμάρα, σε Ανθ.