θηλύνοος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον, contr. θηλύνους, ουν, of womanish mind, A.Pr.1003.
German (Pape)
[Seite 1207] zsgzgn θηλύνους, weiblich, weibisch gesinnt, Aesch. Prom. 1005; Suid. erkl. ἥσυχος.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui a les sentiments d'une femme.
Étymologie: θῆλυς, νόος.
Russian (Dvoretsky)
θηλύνοος: стяж. θηλύνους 2 (ῠ) по-женски кроткий, робкий как женщина Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
θηλύνοος: συνῃρημ. -νους, ουν, ἔχων νοῦν γυναικεῖον, Ἀισχύλ. Πρ. 1003.
Greek Monotonic
θηλύνοος: σηνηρ. -νους, -ουν, αυτός που έχει γυναικείο μυαλό, σε Αισχύλ.