μαστόδετον
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
τό, breast-band, AP6.201 (pl., Marc. Arg.).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
bandelette pour soutenir la gorge des femmes, soutien-gorge.
Étymologie: μαστός, δέω¹.
Russian (Dvoretsky)
μαστόδετον: τό женская грудная повязка Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μαστόδετον: τό, στηθόδεσμος, Ἀνθ. Π. 6. 201.
Greek Monolingual
μαστόδετον, τὸ (Α)
ο στηθόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστός + δετόν (< δέω)].
Greek Monotonic
μαστόδετον: τό (δέω), στηθόδεσμος, σε Ανθ.