λεῦκος

From LSJ
Revision as of 11:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεῦκος Medium diacritics: λεῦκος Low diacritics: λεύκος Capitals: ΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: leûkos Transliteration B: leukos Transliteration C: leykos Beta Code: leu=kos

English (LSJ)

ὁ, name of a fish (cf. λευκίσκος), Theoc.Beren.4, cf. Arist. HA567a20.

German (Pape)

[Seite 34] ὁ, Name eines Fisches, Theocr. bei Ath. VII, 284 a. Vgl. Arist. H. A. 6, 13, οἱ λευκοὶ καλούμενοι ἰχθύες.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de poisson (cf. λευκίσκος).
Étymologie: λευκός.

Greek (Liddell-Scott)

λεῦκος: ὁ, ὄνομα ἰχθύος (πρβλ. λευκίσκος), Θεόκρ. παρ’ Ἀθην. 284A, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 13, 1.

Greek Monolingual

(I)
λεῡκος, ὁ (Α) λευκός
ονομασία ψαριού («ἱερὸν ἰχθύν, ὃν λεῡκον καλέουσι», Θεόκρ.).
(II)
λεῡκος, ὁ (Μ)
η λεύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λεύκη (), με αλλαγή γένους].

Λεῡκος, ὁ (Α)
θεότητα στη Μίλητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκός, με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. φαιδρά > Φαίδρα, γλαυκός > Γλαύκος)].