κοίμημα
English (LSJ)
ατος, τό, sleep, in plural, S.Ichn.268; κ. αὐτογέννητα intercourse of the mother with her own child, Id.Ant.864 (lyr.): sg., Erot.s.v. κωματώδεες.
German (Pape)
[Seite 1467] τό, Schlaf, VLL. Erkl. von κοῖτος u. κῶμα. – Der Beischlaf, κοιαήματά τ' αὐτογέννητ' ἐμῷ πατρὶ δυσμόρου μητρός, mit der Mutter, Soph. Ant. 856.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
action de coucher avec, gén..
Étymologie: κοιμάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοίμημα -τος, τό [κοιμάω] de slaap; de bijslaap:. κοιμήματα αὐτογέννητα πατρί... ματρός het slapen van mijn moeder met mijn vader, door haarzelf voortgebracht Soph. Ant. 864.
Russian (Dvoretsky)
κοίμημα: ατος τό сожительство, брачная связь (πατρὶ δυσμόρου ματρός Soph.).
Greek Monolingual
κοίμημα, τὸ (Α) κοιμώμαι
1. το να κοιμάται κάποιος με άλλον, το πλάγιασμα
2. φρ. («κοιμήματά τ' αὐτογέννητα»
(για την Ιοκάστη με τον Οιδίποδα) η συγκοίμηση της μητέρας με το τέκνο της (Σοφ.).
Greek Monotonic
κοίμημα: τό (κοιμάω), ύπνος, κοιμήματα αὐτογέννητα, σαρκική συνεύρεση της μητέρας με το ίδιο της το παιδί, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κοίμημα: τό, (κοιμάω) ὡς καὶ νῦν, κοιμήματα αὐτογέννητα, συγκοίμησις μητρὸς μετὰ τοῦ τέκνου αὑτῆς, Σοφ. Ἀντ. 864.
Middle Liddell
κοίμημα, ατος, τό, κοιμάω
sleep, κοιμήματα αὐτογέννητα intercourse of the mother with her own child, Soph.