λιθογλύφος

From LSJ
Revision as of 18:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθογλύφος Medium diacritics: λιθογλύφος Low diacritics: λιθογλύφος Capitals: ΛΙΘΟΓΛΥΦΟΣ
Transliteration A: lithoglýphos Transliteration B: lithoglyphos Transliteration C: lithoglyfos Beta Code: liqoglu/fos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, sculptor, Luc.Somn.18, Gal.1.7; engraver, Dsc.5.147 (v.l. -γράφος); title of play by Philemon, Did. in D.9.62.

German (Pape)

[Seite 45] ὁ, = λιθογλύπτης, Luc. somn. 18.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sculpteur, statuaire.
Étymologie: λίθος, γλύφω.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθογλύφος: [ῠ], ὁ, γλύπτης λίθων, Λουκ. Ἐνύπν. 18.

Greek Monolingual

ο (Α λιθογλύφος)
1. ο λιθογλύπτης
2. τεχνίτης που διακοσμεί λίθους, συνήθως πολύτιμους, με γλυπτές παραστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + γλύφος (< γλύφω «λαξεύω»), πρβλ. ξυλογλύφος, τοκογλύφος].

Greek Monotonic

λῐθογλύφος: [ῠ], ὁ (γλύφω), γλύπτης της πέτρας, σε Λουκ.

Middle Liddell

λῐθο-γλῠ́φος, ὁ, γλύφω
a sculptor, Luc.