προταμιεύω

From LSJ
Revision as of 23:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτᾰμιεύω Medium diacritics: προταμιεύω Low diacritics: προταμιεύω Capitals: ΠΡΟΤΑΜΙΕΥΩ
Transliteration A: protamieúō Transliteration B: protamieuō Transliteration C: protamieyo Beta Code: protamieu/w

English (LSJ)

lay in beforehand, Luc.Salt.61.

German (Pape)

[Seite 790] auch als dep. med., vorher einsammeln, in Bereitschaft halten; προτεταμιευμένα neben προπεπορισμένα, Luc. de salt. 61; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

faire d'avance des provisions, faire des réserves.
Étymologie: πρό, ταμιεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προταμιεύω [προτάμνω] vooraf opslaan:. προτεταμιευμένα wat opgeslagen ligt Luc. 45.61.

Russian (Dvoretsky)

προτᾰμιεύω: заранее делать запасы, заготовлять: τὰ προτεταμιευμένα Luc. заранее приготовленное.

Greek (Liddell-Scott)

προτᾰμιεύω: ταμιεύω ἐκ τῶν προτέρων, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 61.

Greek Monolingual

Α ταμιεύω
1. αποθηκεύω εκ τών προτέρων, τοποθετώ από πριν σε αποθήκη
2. διατηρώ κάτι έτοιμο για χρήση.

Greek Monotonic

προτᾰμιεύω: μέλ. -σω, αποταμιεύω εκ των προτέρων, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. σω
to lay in beforehand, Luc.