συντροχάζω

From LSJ
Revision as of 22:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντροχάζω Medium diacritics: συντροχάζω Low diacritics: συντροχάζω Capitals: ΣΥΝΤΡΟΧΑΖΩ
Transliteration A: syntrocházō Transliteration B: syntrochazō Transliteration C: syntrochazo Beta Code: suntroxa/zw

English (LSJ)

run together or with, LXX Ec.12.6, AP7.417 (Mel.), Anacreont.29.3, Plu.Ages.36, Plot.2.4.8:—also συντροχάω, Man.2.492.

French (Bailly abrégé)

c. συντρέχω.
Étymologie: σύν, τροχάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-τροχάζω met dat. samen rennen met. AP 7.417.4. abs. op elkaar af rennen. Plut.

Russian (Dvoretsky)

συντροχάζω:
1) бежать вместе, сбегаться (Anacr.; πρός τινα Plut.);
2) aor. присоединиться, быть вместе, (συντροχάσας Χάρισιν Anth.).

Greek Monolingual

Α
τρέχω μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τροχάζω, άλλος τ. αντί του τρέχω.

Greek Monotonic

συντροχάζω: όπως το συντρέχω, τρέχω μαζί ή παραπλεύρως, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συντροχάζω: ὡς τὸ συντρέχω, τρέχω ὁμοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 417, Ἀνακρεόντ. 32. 3, Πλάτ. Ἀγησ. 36, κτλ.· ― καὶ συντροχάω, Μανέθων 2. 492.

Middle Liddell

like συντρέχω
to run together, Plut.